Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σηπτός
σήπω
σήπων
σήρ
Σήρ
σηραγγόομαι
σηραγγώδης
σῆραγξ
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικός
σής
σησαμαῖος
σησαμεία
σησαμεύω
σησαμῆ
σησάμη
σησαμικός
σησάμινος
σησαμίτης
σησαμοειδής
View word page
σηρικός
Seric, silken
ShortDef
Seric, silken
Debugging
Headword:
σηρικός
Headword (normalized):
σηρικός
Headword (normalized/stripped):
σηρικος
IDX:
79438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79439
Key:
Data
{'content': 'Seric, silken'}