Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σηπιοπουλυπόδειος
σηπτικός
σηπτός
σήπω
σήπων
σήρ
Σήρ
σηραγγόομαι
σηραγγώδης
σῆραγξ
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικός
σής
σησαμαῖος
σησαμεία
σησαμεύω
σησαμῆ
σησάμη
σησαμικός
σησάμινος
View word page
σηρικάριος
silk-worker
ShortDef
silk-worker
Debugging
Headword:
σηρικάριος
Headword (normalized):
σηρικάριος
Headword (normalized/stripped):
σηρικαριος
IDX:
79436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79437
Key:
Data
{'content': 'silk-worker'}