Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σηπία
σήπιον
σηπιοπουλυπόδειος
σηπτικός
σηπτός
σήπω
σήπων
σήρ
Σήρ
σηραγγόομαι
σηραγγώδης
σῆραγξ
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικός
σής
σησαμαῖος
σησαμεία
σησαμεύω
σησαμῆ
σησάμη
View word page
σηραγγώδης
full of holes

ShortDef

full of holes

Debugging

Headword:
σηραγγώδης
Headword (normalized):
σηραγγώδης
Headword (normalized/stripped):
σηραγγωδης
IDX:
79434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79435
Key:

Data

{'content': 'full of holes'}