Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σηπεύω
σηπία
σήπιον
σηπιοπουλυπόδειος
σηπτικός
σηπτός
σήπω
σήπων
σήρ
Σήρ
σηραγγόομαι
σηραγγώδης
σῆραγξ
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικός
σής
σησαμαῖος
σησαμεία
σησαμεύω
σησαμῆ
View word page
σηραγγόομαι
to be or become hollow

ShortDef

to be or become hollow

Debugging

Headword:
σηραγγόομαι
Headword (normalized):
σηραγγόομαι
Headword (normalized/stripped):
σηραγγοομαι
IDX:
79433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79434
Key:

Data

{'content': 'to be or become hollow'}