Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σηπεδονικός
σηπεδονώδης
σηπεδών
σηπεύω
σηπία
σήπιον
σηπιοπουλυπόδειος
σηπτικός
σηπτός
σήπω
σήπων
σήρ
Σήρ
σηραγγόομαι
σηραγγώδης
σῆραγξ
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικός
σής
σησαμαῖος
View word page
σήπων
sapo

ShortDef

sapo

Debugging

Headword:
σήπων
Headword (normalized):
σήπων
Headword (normalized/stripped):
σηπων
IDX:
79430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79431
Key:

Data

{'content': 'sapo'}