Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σημύδα
σηπεδονικός
σηπεδονώδης
σηπεδών
σηπεύω
σηπία
σήπιον
σηπιοπουλυπόδειος
σηπτικός
σηπτός
σήπω
σήπων
σήρ
Σήρ
σηραγγόομαι
σηραγγώδης
σῆραγξ
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικός
σής
View word page
σήπω
to make rotten

ShortDef

to make rotten

Debugging

Headword:
σήπω
Headword (normalized):
σήπω
Headword (normalized/stripped):
σηπω
IDX:
79429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79430
Key:

Data

{'content': 'to make rotten'}