Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σημόθετος
σημύδα
σηπεδονικός
σηπεδονώδης
σηπεδών
σηπεύω
σηπία
σήπιον
σηπιοπουλυπόδειος
σηπτικός
σηπτός
σήπω
σήπων
σήρ
Σήρ
σηραγγόομαι
σηραγγώδης
σῆραγξ
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικός
View word page
σηπτός
converted into excrement; a putrefacient (σηπτικός)

ShortDef

converted into excrement; a putrefacient (σηπτικός)

Debugging

Headword:
σηπτός
Headword (normalized):
σηπτός
Headword (normalized/stripped):
σηπτος
IDX:
79428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79429
Key:

Data

{'content': 'converted into excrement; a putrefacient (σηπτικός)'}