Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σημοδιαῖος
σημόθετος
σημύδα
σηπεδονικός
σηπεδονώδης
σηπεδών
σηπεύω
σηπία
σήπιον
σηπιοπουλυπόδειος
σηπτικός
σηπτός
σήπω
σήπων
σήρ
Σήρ
σηραγγόομαι
σηραγγώδης
σῆραγξ
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
View word page
σηπτικός
putrefactive, septic

ShortDef

putrefactive, septic

Debugging

Headword:
σηπτικός
Headword (normalized):
σηπτικός
Headword (normalized/stripped):
σηπτικος
IDX:
79427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79428
Key:

Data

{'content': 'putrefactive, septic'}