Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοήμων
ἀνοησία
ἀνοηταίνω
ἀνόητος
ἀνόθευτος
ἄνοθος
ἄνοια
ἀνοιγεύς
ἄνοιγμα
ἀνοίγνυμι
ἀνοίγω
ἀνοιδαίνω
ἀνοίδανσις
ἀνοιδέω
ἀνοίδησις
ἀνοιδίσκω
ἀνοίκειος
ἀνοικειότης
ἀνοικείωτος
ἀνοικίζω
ἀνοίκισις
View word page
ἀνοίγω
open, cleave, break open

ShortDef

open, cleave, break open

Debugging

Headword:
ἀνοίγω
Headword (normalized):
ἀνοίγω
Headword (normalized/stripped):
ανοιγω
IDX:
7941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7942
Key:

Data

{'content': 'open, cleave, break open'}