Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σημαντρὶς
σήμαντρον
σημάντωρ
σημασία
σηματόεις
σηματοποικίλος
σηματουργός
σημεία
σημειογράφος
σημεῖον
σημειοσκόπος
σημειοσκοποῦμαι
σημειοφόρος
σημειόω
σημειώδης
σημείωμα
σημείωσις
σημειωτέος
σημειωτικός
σημειωτός
σημερινός
View word page
σημειοσκόπος
one who observes omens, diviner
ShortDef
one who observes omens, diviner
Debugging
Headword:
σημειοσκόπος
Headword (normalized):
σημειοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
σημειοσκοπος
IDX:
79404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79405
Key:
Data
{'content': 'one who observes omens, diviner'}