Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
Ἀγροτέρα
ἀγρότερος
View word page
ἀγρόκηπος
field kept as garden

ShortDef

field kept as garden

Debugging

Headword:
ἀγρόκηπος
Headword (normalized):
ἀγρόκηπος
Headword (normalized/stripped):
αγροκηπος
IDX:
793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-794
Key:

Data

{'content': 'field kept as garden'}