Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σηκάζω
σήκαλιν
σηκίς
σηκίτης
σηκοκόρος
σηκός
σηκόω
σηκώδης
σήκωμα
σηκωτήρ
σηκωτός
σηλαγγεύς
Σηλυμβρία
Σηλυμβριανός
σῆμα
σημάδιον
σημαία
σημαίνω
σημαλέος
σήμανσις
σημαντέος
View word page
σηκωτός
loculatus
ShortDef
loculatus
Debugging
Headword:
σηκωτός
Headword (normalized):
σηκωτός
Headword (normalized/stripped):
σηκωτος
IDX:
79376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79377
Key:
Data
{'content': 'loculatus'}