Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σεύθης
Σευίδαι
σεύομαι
σευτλομόλοχον
σεύω
σήθω
σῆκα
σηκάζω
σήκαλιν
σηκίς
σηκίτης
σηκοκόρος
σηκός
σηκόω
σηκώδης
σήκωμα
σηκωτήρ
σηκωτός
σηλαγγεύς
Σηλυμβρία
Σηλυμβριανός
View word page
σηκίτης
kept in the fold, sucking

ShortDef

kept in the fold, sucking

Debugging

Headword:
σηκίτης
Headword (normalized):
σηκίτης
Headword (normalized/stripped):
σηκιτης
IDX:
79369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79370
Key:

Data

{'content': 'kept in the fold, sucking'}