Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σευήρεια
Σεύθης
Σευίδαι
σεύομαι
σευτλομόλοχον
σεύω
σήθω
σῆκα
σηκάζω
σήκαλιν
σηκίς
σηκίτης
σηκοκόρος
σηκός
σηκόω
σηκώδης
σήκωμα
σηκωτήρ
σηκωτός
σηλαγγεύς
Σηλυμβρία
View word page
σηκίς
a housekeeper, porteress

ShortDef

a housekeeper, porteress

Debugging

Headword:
σηκίς
Headword (normalized):
σηκίς
Headword (normalized/stripped):
σηκις
IDX:
79368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79369
Key:

Data

{'content': 'a housekeeper, porteress'}