Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σεσωφρονισμένως
Σευήρεια
Σεύθης
Σευίδαι
σεύομαι
σευτλομόλοχον
σεύω
σήθω
σῆκα
σηκάζω
σήκαλιν
σηκίς
σηκίτης
σηκοκόρος
σηκός
σηκόω
σηκώδης
σήκωμα
σηκωτήρ
σηκωτός
σηλαγγεύς
View word page
σήκαλιν
secale
ShortDef
secale
Debugging
Headword:
σήκαλιν
Headword (normalized):
σήκαλιν
Headword (normalized/stripped):
σηκαλιν
IDX:
79367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79368
Key:
Data
{'content': 'secale'}