Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σεσσιών
σεσωφρονισμένως
Σευήρεια
Σεύθης
Σευίδαι
σεύομαι
σευτλομόλοχον
σεύω
σήθω
σῆκα
σηκάζω
σήκαλιν
σηκίς
σηκίτης
σηκοκόρος
σηκός
σηκόω
σηκώδης
σήκωμα
σηκωτήρ
σηκωτός
View word page
σηκάζω
to shut up in a pen

ShortDef

to shut up in a pen

Debugging

Headword:
σηκάζω
Headword (normalized):
σηκάζω
Headword (normalized/stripped):
σηκαζω
IDX:
79366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79367
Key:

Data

{'content': 'to shut up in a pen'}