Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σεσοβημένως
σεσοφισμένως
σεσσιών
σεσωφρονισμένως
Σευήρεια
Σεύθης
Σευίδαι
σεύομαι
σευτλομόλοχον
σεύω
σήθω
σῆκα
σηκάζω
σήκαλιν
σηκίς
σηκίτης
σηκοκόρος
σηκός
σηκόω
σηκώδης
σήκωμα
View word page
σήθω
sift, bolt
ShortDef
sift, bolt
Debugging
Headword:
σήθω
Headword (normalized):
σήθω
Headword (normalized/stripped):
σηθω
IDX:
79364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79365
Key:
Data
{'content': 'sift, bolt'}