Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σέσηρα
σεσηρότως
σέσιλος
σεσοβημένως
σεσοφισμένως
σεσσιών
σεσωφρονισμένως
Σευήρεια
Σεύθης
Σευίδαι
σεύομαι
σευτλομόλοχον
σεύω
σήθω
σῆκα
σηκάζω
σήκαλιν
σηκίς
σηκίτης
σηκοκόρος
σηκός
View word page
σεύομαι
speed

ShortDef

speed

Debugging

Headword:
σεύομαι
Headword (normalized):
σεύομαι
Headword (normalized/stripped):
σευομαι
IDX:
79361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79362
Key:

Data

{'content': 'speed'}