Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σερουίλιος
Σέρρειον
Σέρριον
Σερτώριος
σέρφος
σέσελις
σέσηρα
σεσηρότως
σέσιλος
σεσοβημένως
σεσοφισμένως
σεσσιών
σεσωφρονισμένως
Σευήρεια
Σεύθης
Σευίδαι
σεύομαι
σευτλομόλοχον
σεύω
σήθω
σῆκα
View word page
σεσοφισμένως
cunningly

ShortDef

cunningly

Debugging

Headword:
σεσοφισμένως
Headword (normalized):
σεσοφισμένως
Headword (normalized/stripped):
σεσοφισμενως
IDX:
79355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79356
Key:

Data

{'content': 'cunningly'}