Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σερουιλία
Σερουίλιος
Σέρρειον
Σέρριον
Σερτώριος
σέρφος
σέσελις
σέσηρα
σεσηρότως
σέσιλος
σεσοβημένως
σεσοφισμένως
σεσσιών
σεσωφρονισμένως
Σευήρεια
Σεύθης
Σευίδαι
σεύομαι
σευτλομόλοχον
σεύω
σήθω
View word page
σεσοβημένως
hurriedly, excitedly

ShortDef

hurriedly, excitedly

Debugging

Headword:
σεσοβημένως
Headword (normalized):
σεσοβημένως
Headword (normalized/stripped):
σεσοβημενως
IDX:
79354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79355
Key:

Data

{'content': 'hurriedly, excitedly'}