Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σέρμων
Σερουιλία
Σερουίλιος
Σέρρειον
Σέρριον
Σερτώριος
σέρφος
σέσελις
σέσηρα
σεσηρότως
σέσιλος
σεσοβημένως
σεσοφισμένως
σεσσιών
σεσωφρονισμένως
Σευήρεια
Σεύθης
Σευίδαι
σεύομαι
σευτλομόλοχον
σεύω
View word page
σέσιλος
snail
ShortDef
snail
Debugging
Headword:
σέσιλος
Headword (normalized):
σέσιλος
Headword (normalized/stripped):
σεσιλος
IDX:
79353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79354
Key:
Data
{'content': 'snail'}