Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σέριφος
σέρμων
Σερουιλία
Σερουίλιος
Σέρρειον
Σέρριον
Σερτώριος
σέρφος
σέσελις
σέσηρα
σεσηρότως
σέσιλος
σεσοβημένως
σεσοφισμένως
σεσσιών
σεσωφρονισμένως
Σευήρεια
Σεύθης
Σευίδαι
σεύομαι
σευτλομόλοχον
View word page
σεσηρότως
with a grin
ShortDef
with a grin
Debugging
Headword:
σεσηρότως
Headword (normalized):
σεσηρότως
Headword (normalized/stripped):
σεσηροτως
IDX:
79352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79353
Key:
Data
{'content': 'with a grin'}