Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνόδυρτος
ἀνόδων
ἄνοζος
ἀνόημα
ἀνοήμων
ἀνοησία
ἀνοηταίνω
ἀνόητος
ἀνόθευτος
ἄνοθος
ἄνοια
ἀνοιγεύς
ἄνοιγμα
ἀνοίγνυμι
ἀνοίγω
ἀνοιδαίνω
ἀνοίδανσις
ἀνοιδέω
View word page
ἀνόητος
not thought on, unheard of; senseless, silly
ShortDef
not thought on, unheard of; senseless, silly
Debugging
Headword:
ἀνόητος
Headword (normalized):
ἀνόητος
Headword (normalized/stripped):
ανοητος
IDX:
7934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7935
Key:
Data
{'content': 'not thought on, unheard of; senseless, silly'}