Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνοδμος
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνόδυρτος
ἀνόδων
ἄνοζος
ἀνόημα
ἀνοήμων
ἀνοησία
ἀνοηταίνω
ἀνόητος
ἀνόθευτος
ἄνοθος
ἄνοια
ἀνοιγεύς
ἄνοιγμα
ἀνοίγνυμι
ἀνοίγω
ἀνοιδαίνω
ἀνοίδανσις
View word page
ἀνοηταίνω
to be devoid of intelligence
ShortDef
to be devoid of intelligence
Debugging
Headword:
ἀνοηταίνω
Headword (normalized):
ἀνοηταίνω
Headword (normalized/stripped):
ανοηταινω
IDX:
7933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7934
Key:
Data
{'content': 'to be devoid of intelligence'}