Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνόδευτος
ἀνοδηγέω
ἀνοδία
ἄνοδμος
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνόδυρτος
ἀνόδων
ἄνοζος
ἀνόημα
ἀνοήμων
ἀνοησία
ἀνοηταίνω
ἀνόητος
ἀνόθευτος
ἄνοθος
ἄνοια
ἀνοιγεύς
ἄνοιγμα
ἀνοίγνυμι
View word page
ἀνόημα
a foolish act

ShortDef

a foolish act

Debugging

Headword:
ἀνόημα
Headword (normalized):
ἀνόημα
Headword (normalized/stripped):
ανοημα
IDX:
7930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7931
Key:

Data

{'content': 'a foolish act'}