Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
Ἀγροτέρα
View word page
ἀγροιώτης
a countryman

ShortDef

a countryman

Debugging

Headword:
ἀγροιώτης
Headword (normalized):
ἀγροιώτης
Headword (normalized/stripped):
αγροιωτης
IDX:
792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-793
Key:

Data

{'content': 'a countryman'}