Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σελίνινος
σελινίτης
σελινοειδής
σέλινον
σελινόσπερμον
Σελινούντιος
Σελινοῦς
σελινούσιος
Σελινούσιος
σελινοφόρος
σελίς
σέλλα
Σελλασία
σελλάστρωσις
Σελλήεις
σελλίζομαι
Σελλός
σέλμα
σελμίς
Σεμέλη
σεμεληγενέτης
View word page
σελίς
a plank
ShortDef
a plank
Debugging
Headword:
σελίς
Headword (normalized):
σελίς
Headword (normalized/stripped):
σελις
IDX:
79287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79288
Key:
Data
{'content': 'a plank'}