Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σελίδιον
σελίδωμα
σελινᾶτον
σελίνινος
σελινίτης
σελινοειδής
σέλινον
σελινόσπερμον
Σελινούντιος
Σελινοῦς
σελινούσιος
Σελινούσιος
σελινοφόρος
σελίς
σέλλα
Σελλασία
σελλάστρωσις
Σελλήεις
σελλίζομαι
Σελλός
σέλμα
View word page
σελινούσιος
celery-leaved

ShortDef

celery-leaved
of Selinus

Debugging

Headword:
σελινούσιος
Headword (normalized):
σελινούσιος
Headword (normalized/stripped):
σελινουσιος
IDX:
79284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79285
Key:

Data

{'content': 'celery-leaved'}