Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀννωνιακός
ἀννωνικός
Ἄνξωρ
ἀνόδευτος
ἀνοδηγέω
ἀνοδία
ἄνοδμος
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνόδυρτος
ἀνόδων
ἄνοζος
ἀνόημα
ἀνοήμων
ἀνοησία
ἀνοηταίνω
ἀνόητος
ἀνόθευτος
ἄνοθος
ἄνοια
View word page
ἀνόδυρτος
not mourning

ShortDef

not mourning

Debugging

Headword:
ἀνόδυρτος
Headword (normalized):
ἀνόδυρτος
Headword (normalized/stripped):
ανοδυρτος
IDX:
7927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7928
Key:

Data

{'content': 'not mourning'}