Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σεληνίς
σεληνίσκος
σεληνίτης
σεληνόβλητος
σεληνόγονος
σεληνοειδής
σεληνοτρόπιον
σεληνόφως
σελιδηφάγος
σελίδιον
σελίδωμα
σελινᾶτον
σελίνινος
σελινίτης
σελινοειδής
σέλινον
σελινόσπερμον
Σελινούντιος
Σελινοῦς
σελινούσιος
Σελινούσιος
View word page
σελίδωμα
a broad plank
ShortDef
a broad plank
Debugging
Headword:
σελίδωμα
Headword (normalized):
σελίδωμα
Headword (normalized/stripped):
σελιδωμα
IDX:
79275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79276
Key:
Data
{'content': 'a broad plank'}