Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σεληνιακός
σεληνιασμός
σεληνιεῖα
σελήνιον
σεληνίς
σεληνίσκος
σεληνίτης
σεληνόβλητος
σεληνόγονος
σεληνοειδής
σεληνοτρόπιον
σεληνόφως
σελιδηφάγος
σελίδιον
σελίδωμα
σελινᾶτον
σελίνινος
σελινίτης
σελινοειδής
σέλινον
σελινόσπερμον
View word page
σεληνοτρόπιον
a mystic plant

ShortDef

a mystic plant

Debugging

Headword:
σεληνοτρόπιον
Headword (normalized):
σεληνοτρόπιον
Headword (normalized/stripped):
σεληνοτροπιον
IDX:
79271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79272
Key:

Data

{'content': 'a mystic plant'}