Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σελήνη
σεληνιάζομαι
σεληνιακός
σεληνιασμός
σεληνιεῖα
σελήνιον
σεληνίς
σεληνίσκος
σεληνίτης
σεληνόβλητος
σεληνόγονος
σεληνοειδής
σεληνοτρόπιον
σεληνόφως
σελιδηφάγος
σελίδιον
σελίδωμα
σελινᾶτον
σελίνινος
σελινίτης
σελινοειδής
View word page
σεληνόγονος
peony

ShortDef

peony

Debugging

Headword:
σεληνόγονος
Headword (normalized):
σεληνόγονος
Headword (normalized/stripped):
σεληνογονος
IDX:
79269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79270
Key:

Data

{'content': 'peony'}