Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀννώνη
ἀννωνιακός
ἀννωνικός
Ἄνξωρ
ἀνόδευτος
ἀνοδηγέω
ἀνοδία
ἄνοδμος
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνόδυρτος
ἀνόδων
ἄνοζος
ἀνόημα
ἀνοήμων
ἀνοησία
ἀνοηταίνω
ἀνόητος
ἀνόθευτος
ἄνοθος
View word page
ἀνοδύρομαι
to set up a wailing

ShortDef

to set up a wailing

Debugging

Headword:
ἀνοδύρομαι
Headword (normalized):
ἀνοδύρομαι
Headword (normalized/stripped):
ανοδυρομαι
IDX:
7926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7927
Key:

Data

{'content': 'to set up a wailing'}