Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σεληνάριον
σελήνη
σεληνιάζομαι
σεληνιακός
σεληνιασμός
σεληνιεῖα
σελήνιον
σεληνίς
σεληνίσκος
σεληνίτης
σεληνόβλητος
σεληνόγονος
σεληνοειδής
σεληνοτρόπιον
σεληνόφως
σελιδηφάγος
σελίδιον
σελίδωμα
σελινᾶτον
σελίνινος
σελινίτης
View word page
σεληνόβλητος
moonstruck, epileptic

ShortDef

moonstruck, epileptic

Debugging

Headword:
σεληνόβλητος
Headword (normalized):
σεληνόβλητος
Headword (normalized/stripped):
σεληνοβλητος
IDX:
79268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79269
Key:

Data

{'content': 'moonstruck, epileptic'}