Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σελευκίζω
Σελευκίς
Σέλευκος
σεληνάζω
σεληναίη
σεληναῖος
σεληνάριον
σελήνη
σεληνιάζομαι
σεληνιακός
σεληνιασμός
σεληνιεῖα
σελήνιον
σεληνίς
σεληνίσκος
σεληνίτης
σεληνόβλητος
σεληνόγονος
σεληνοειδής
σεληνοτρόπιον
σεληνόφως
View word page
σεληνιασμός
epilepsy
ShortDef
epilepsy
Debugging
Headword:
σεληνιασμός
Headword (normalized):
σεληνιασμός
Headword (normalized/stripped):
σεληνιασμος
IDX:
79262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79263
Key:
Data
{'content': 'epilepsy'}