Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σελεύκειος
Σελευκίζω
Σελευκίς
Σέλευκος
σεληνάζω
σεληναίη
σεληναῖος
σεληνάριον
σελήνη
σεληνιάζομαι
σεληνιακός
σεληνιασμός
σεληνιεῖα
σελήνιον
σεληνίς
σεληνίσκος
σεληνίτης
σεληνόβλητος
σεληνόγονος
σεληνοειδής
σεληνοτρόπιον
View word page
σεληνιακός
lunar, epileptic

ShortDef

lunar, epileptic

Debugging

Headword:
σεληνιακός
Headword (normalized):
σεληνιακός
Headword (normalized/stripped):
σεληνιακος
IDX:
79261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79262
Key:

Data

{'content': 'lunar, epileptic'}