Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σελεύκεια
Σελεύκειος
Σελευκίζω
Σελευκίς
Σέλευκος
σεληνάζω
σεληναίη
σεληναῖος
σεληνάριον
σελήνη
σεληνιάζομαι
σεληνιακός
σεληνιασμός
σεληνιεῖα
σελήνιον
σεληνίς
σεληνίσκος
σεληνίτης
σεληνόβλητος
σεληνόγονος
σεληνοειδής
View word page
σεληνιάζομαι
to be moonstruck

ShortDef

to be moonstruck

Debugging

Headword:
σεληνιάζομαι
Headword (normalized):
σεληνιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
σεληνιαζομαι
IDX:
79260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79261
Key:

Data

{'content': 'to be moonstruck'}