Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σελάτης
σελάχιος
σέλαχος
σελαχώδης
σελάω
Σελεύκεια
Σελεύκειος
Σελευκίζω
Σελευκίς
Σέλευκος
σεληνάζω
σεληναίη
σεληναῖος
σεληνάριον
σελήνη
σεληνιάζομαι
σεληνιακός
σεληνιασμός
σεληνιεῖα
σελήνιον
σεληνίς
View word page
σεληνάζω
to be moonstruck
ShortDef
to be moonstruck
Debugging
Headword:
σεληνάζω
Headword (normalized):
σεληνάζω
Headword (normalized/stripped):
σεληναζω
IDX:
79255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79256
Key:
Data
{'content': 'to be moonstruck'}