Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σέλαγος
Σέλαγος
σελαηγενέτης
σελαηφόρος
σελάνα
σέλας
σελάσκω
σέλασμα
σελάσσομαι
σελασφόρος
σελάτης
σελάχιος
σέλαχος
σελαχώδης
σελάω
Σελεύκεια
Σελεύκειος
Σελευκίζω
Σελευκίς
Σέλευκος
σεληνάζω
View word page
σελάτης
snail
ShortDef
snail
Debugging
Headword:
σελάτης
Headword (normalized):
σελάτης
Headword (normalized/stripped):
σελατης
IDX:
79245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79246
Key:
Data
{'content': 'snail'}