Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σεισμώδης
σεισοκέφαλος
σεισόλοφος
σειστής
σειστός
σεῖστρον
σεῖστρος
σειστροφόρος
σείσων
σείφαρος
σείω
σεκουνδαρούδης
σεκουνδοκέριος
σεκούριον
σελαγέω
σελαγή
σελάγισμα
σέλαγος
Σέλαγος
σελαηγενέτης
σελαηφόρος
View word page
σείω
to shake, move to and fro

ShortDef

to shake, move to and fro

Debugging

Headword:
σείω
Headword (normalized):
σείω
Headword (normalized/stripped):
σειω
IDX:
79228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79229
Key:

Data

{'content': 'to shake, move to and fro'}