Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σεισμοποιός
σεισμός
σεισμοσκοπικά
σεισμώδης
σεισοκέφαλος
σεισόλοφος
σειστής
σειστός
σεῖστρον
σεῖστρος
σειστροφόρος
σείσων
σείφαρος
σείω
σεκουνδαρούδης
σεκουνδοκέριος
σεκούριον
σελαγέω
σελαγή
σελάγισμα
σέλαγος
View word page
σειστροφόρος
bearing the sistrum

ShortDef

bearing the sistrum

Debugging

Headword:
σειστροφόρος
Headword (normalized):
σειστροφόρος
Headword (normalized/stripped):
σειστροφορος
IDX:
79225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79226
Key:

Data

{'content': 'bearing the sistrum'}