Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σεισάχθεια
σεῖσις
σεισίχθων
σεῖσμα
σεισματίας
σεισμοποιός
σεισμός
σεισμοσκοπικά
σεισμώδης
σεισοκέφαλος
σεισόλοφος
σειστής
σειστός
σεῖστρον
σεῖστρος
σειστροφόρος
σείσων
σείφαρος
σείω
σεκουνδαρούδης
σεκουνδοκέριος
View word page
σεισόλοφος
shaking the crest

ShortDef

shaking the crest

Debugging

Headword:
σεισόλοφος
Headword (normalized):
σεισόλοφος
Headword (normalized/stripped):
σεισολοφος
IDX:
79220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79221
Key:

Data

{'content': 'shaking the crest'}