Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σειρομάστιξ
σειρόω
σείρωσις
σειρωτός
σεισάχθεια
σεῖσις
σεισίχθων
σεῖσμα
σεισματίας
σεισμοποιός
σεισμός
σεισμοσκοπικά
σεισμώδης
σεισοκέφαλος
σεισόλοφος
σειστής
σειστός
σεῖστρον
σεῖστρος
σειστροφόρος
σείσων
View word page
σεισμός
a shaking, shock

ShortDef

a shaking, shock

Debugging

Headword:
σεισμός
Headword (normalized):
σεισμός
Headword (normalized/stripped):
σεισμος
IDX:
79216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79217
Key:

Data

{'content': 'a shaking, shock'}