Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σείριος
σειρίς
Σειρῖτις
σειρομάστιξ
σειρόω
σείρωσις
σειρωτός
σεισάχθεια
σεῖσις
σεισίχθων
σεῖσμα
σεισματίας
σεισμοποιός
σεισμός
σεισμοσκοπικά
σεισμώδης
σεισοκέφαλος
σεισόλοφος
σειστής
σειστός
σεῖστρον
View word page
σεῖσμα
shaking

ShortDef

shaking

Debugging

Headword:
σεῖσμα
Headword (normalized):
σεῖσμα
Headword (normalized/stripped):
σεισμα
IDX:
79213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79214
Key:

Data

{'content': 'shaking'}