Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σειριόκαυτος
Σείριος
σείριος
σειρίς
Σειρῖτις
σειρομάστιξ
σειρόω
σείρωσις
σειρωτός
σεισάχθεια
σεῖσις
σεισίχθων
σεῖσμα
σεισματίας
σεισμοποιός
σεισμός
σεισμοσκοπικά
σεισμώδης
σεισοκέφαλος
σεισόλοφος
σειστής
View word page
σεῖσις
shaking
ShortDef
shaking
Debugging
Headword:
σεῖσις
Headword (normalized):
σεῖσις
Headword (normalized/stripped):
σεισις
IDX:
79211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79212
Key:
Data
{'content': 'shaking'}