Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σείρινα
σειριόεις
σειριόκαυτος
Σείριος
σείριος
σειρίς
Σειρῖτις
σειρομάστιξ
σειρόω
σείρωσις
σειρωτός
σεισάχθεια
σεῖσις
σεισίχθων
σεῖσμα
σεισματίας
σεισμοποιός
σεισμός
σεισμοσκοπικά
σεισμώδης
σεισοκέφαλος
View word page
σειρωτός
bound

ShortDef

bound

Debugging

Headword:
σειρωτός
Headword (normalized):
σειρωτός
Headword (normalized/stripped):
σειρωτος
IDX:
79209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79210
Key:

Data

{'content': 'bound'}