Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀννικέρειος
Ἄννων
ἀννωναρχέω
ἀννωνεακόν
ἀννωνέπαρχος
ἀννωνεύομαι
ἀννώνη
ἀννωνιακός
ἀννωνικός
Ἄνξωρ
ἀνόδευτος
ἀνοδηγέω
ἀνοδία
ἄνοδμος
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνόδυρτος
ἀνόδων
ἄνοζος
ἀνόημα
View word page
ἀνόδευτος
impassable

ShortDef

impassable

Debugging

Headword:
ἀνόδευτος
Headword (normalized):
ἀνόδευτος
Headword (normalized/stripped):
ανοδευτος
IDX:
7920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7921
Key:

Data

{'content': 'impassable'}