Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σειριάω
σείρινα
σειριόεις
σειριόκαυτος
Σείριος
σείριος
σειρίς
Σειρῖτις
σειρομάστιξ
σειρόω
σείρωσις
σειρωτός
σεισάχθεια
σεῖσις
σεισίχθων
σεῖσμα
σεισματίας
σεισμοποιός
σεισμός
σεισμοσκοπικά
σεισμώδης
View word page
σείρωσις
binding, fastening

ShortDef

binding, fastening

Debugging

Headword:
σείρωσις
Headword (normalized):
σείρωσις
Headword (normalized/stripped):
σειρωσις
IDX:
79208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79209
Key:

Data

{'content': 'binding, fastening'}