Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σειρίασις
σειριάω
σείρινα
σειριόεις
σειριόκαυτος
Σείριος
σείριος
σειρίς
Σειρῖτις
σειρομάστιξ
σειρόω
σείρωσις
σειρωτός
σεισάχθεια
σεῖσις
σεισίχθων
σεῖσμα
σεισματίας
σεισμοποιός
σεισμός
σεισμοσκοπικά
View word page
σειρόω
strain, filter
ShortDef
strain, filter
Debugging
Headword:
σειρόω
Headword (normalized):
σειρόω
Headword (normalized/stripped):
σειροω
IDX:
79207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79208
Key:
Data
{'content': 'strain, filter'}