Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σειρήν
Σειρήνειος
σειριάζω
σειρίασις
σειριάω
σείρινα
σειριόεις
σειριόκαυτος
Σείριος
σείριος
σειρίς
Σειρῖτις
σειρομάστιξ
σειρόω
σείρωσις
σειρωτός
σεισάχθεια
σεῖσις
σεισίχθων
σεῖσμα
σεισματίας
View word page
σειρίς
cord
ShortDef
cord
Debugging
Headword:
σειρίς
Headword (normalized):
σειρίς
Headword (normalized/stripped):
σειρις
IDX:
79204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79205
Key:
Data
{'content': 'cord'}